- θριαμβεύσῃ
- θριαμβεύωtriumphaor subj mid 2nd sgθριαμβεύωtriumphaor subj act 3rd sgθριαμβεύωtriumphfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θριάμβευση — η (Μ θριάμβευσις) [θριαμβεύω] το να θριαμβεύει κάποιος, υπερνίκηση, υπερίσχυση, επικράτηση μσν. δημοσίευση … Dictionary of Greek